ενεστώτας gush
γ΄ ενικό ενεστώτα gushes
αόριστος gushed
παθητική μετοχή gushed
ενεργητική μετοχή gushing

gush (en)

  1. (αμετάβατο) αναβλύζω, ρέει ξαφνικά και γρήγορα από μια τρύπα σε μεγάλες ποσότητες
    ⮡  As the oil gushed from the new well…
    Καθώς το πετρέλαιο ανάβλυσε από το νέο πηγάδι…
    ⮡  Blood gushed out of/from the wound.
    Το αίμα έρρεε ποτάμι από την πληγή.
  2. (μεταβατικό) αναβλύζω, για δοχείο, όχημα κτλ. που ξαφνικά βγάζει μεγάλες ποσότητες υγρού
    ⮡  The broken main gushed water and flooded the road.
    Ο σπασμένος σωλήνας ανάβλυζε νερό και πλημμύρισε το δρόμο.

Συνώνυμα

επεξεργασία