spurt
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
spurt | spurts |
spurt (en)
- σύντομη εκροή υγρού που αναβλύζει
- σύντομη και έντονη προσπάθεια
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | spurt |
γ΄ ενικό ενεστώτα | spurts |
αόριστος | spurted |
παθητική μετοχή | spurted |
ενεργητική μετοχή | spurting |
spurt (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αναβλύζω με δυναμή
- καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για μικρό χρονικό διάστημα
Πηγές
επεξεργασία- spurt (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- spurt (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 42. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναβλύζω