Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
spurt spurts

spurt (en)

  1. σύντομη εκροή υγρού που αναβλύζει
  2. σύντομη και έντονη προσπάθεια
ενεστώτας spurt
γ΄ ενικό ενεστώτα spurts
αόριστος spurted
παθητική μετοχή spurted
ενεργητική μετοχή spurting

spurt (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) αναβλύζω με δυναμή
    ⮡  Blood spurted out from the severed artery.
    Το αίμα ανάβλυσε με δυναμή από την κομμένη αρτηρία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη gush
  2. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για μικρό χρονικό διάστημα