διαβροχή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαβροχή < ελληνιστική κοινή διαβροχή < αρχαία ελληνική διαβρέχω < διά + βρέχω
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαβροχή θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαβρέχω
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαβροχή
|