κοφτά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κοφτά < κοφτός
Προφορά
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
κοφτά
- απότομα και χωρίς περιθώριο για αντιρρήσεις
- τους μίλησε ορθά κοφτά και δε σήκωνε αντιρρήσεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
κοφτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κοφτό