Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοφτά < κοφτός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /koˈfta/

  Επίρρημα επεξεργασία

κοφτά

  • απότομα και χωρίς περιθώριο για αντιρρήσεις
τους μίλησε ορθά κοφτά και δε σήκωνε αντιρρήσεις

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

κοφτά