κοφτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κοφτός | η | κοφτή | το | κοφτό |
γενική | του | κοφτού | της | κοφτής | του | κοφτού |
αιτιατική | τον | κοφτό | την | κοφτή | το | κοφτό |
κλητική | κοφτέ | κοφτή | κοφτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κοφτοί | οι | κοφτές | τα | κοφτά |
γενική | των | κοφτών | των | κοφτών | των | κοφτών |
αιτιατική | τους | κοφτούς | τις | κοφτές | τα | κοφτά |
κλητική | κοφτοί | κοφτές | κοφτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακοφτός
- που έχει φτιαχτεί με κόψιμο
- κοφτό μακαρονάκι
- που μοιάζει σαν του έχει αφαιρεθεί ένα κομμάτι
- κοφτή πλαγιά
- που να έχει τα κατάλληλα αποτελέσματα πρέπει να του αφαιρεθεί ένα κομμάτι ή να του γίνει τομή
- κοφτό εργόχειρο, κοφτή βεντούζα
- (μεταφορικά) που γίνεται απότομα και γρήγορα
- κοφτό χτύπημα, κοφτή πάσα
- σύντομος και απότομος, σχεδόν αγενής, που δεν αφήνει περιθώρια για αντιρρήσεις και παρερμηνείες
- τα λόγια του ήταν κοφτά, δε σήκωνε αντιρρήσεις