Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοφτός η κοφτή το κοφτό
      γενική του κοφτού της κοφτής του κοφτού
    αιτιατική τον κοφτό την κοφτή το κοφτό
     κλητική κοφτέ κοφτή κοφτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοφτοί οι κοφτές τα κοφτά
      γενική των κοφτών των κοφτών των κοφτών
    αιτιατική τους κοφτούς τις κοφτές τα κοφτά
     κλητική κοφτοί κοφτές κοφτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοφτός < κόβω + -τος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kofˈtos/αρσενικό
ΔΦΑ : /kofˈti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /kofˈto/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

κοφτός

  1. που έχει φτιαχτεί με κόψιμο
    κοφτό μακαρονάκι
  2. που μοιάζει σαν του έχει αφαιρεθεί ένα κομμάτι
    κοφτή πλαγιά
  3. που να έχει τα κατάλληλα αποτελέσματα πρέπει να του αφαιρεθεί ένα κομμάτι ή να του γίνει τομή
    κοφτό εργόχειρο, κοφτή βεντούζα
  4. (μεταφορικά) που γίνεται απότομα και γρήγορα
    κοφτό χτύπημα, κοφτή πάσα
  5. σύντομος και απότομος, σχεδόν αγενής, που δεν αφήνει περιθώρια για αντιρρήσεις και παρερμηνείες
    τα λόγια του ήταν κοφτά, δε σήκωνε αντιρρήσεις

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία