↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποστεριανός η αποστεριανή το αποστεριανό
      γενική του αποστεριανού της αποστεριανής του αποστεριανού
    αιτιατική τον αποστεριανό την αποστεριανή το αποστεριανό
     κλητική αποστεριανέ αποστεριανή αποστεριανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποστεριανοί οι αποστεριανές τα αποστεριανά
      γενική των αποστεριανών των αποστεριανών των αποστεριανών
    αιτιατική τους αποστεριανούς τις αποστεριανές τα αποστεριανά
     κλητική αποστεριανοί αποστεριανές αποστεριανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποστεριανός < απο- + στεριανός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.po.ster.ʝaˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐στε‐ρια‐νός

  Επίθετο

επεξεργασία

αποστεριανός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία