στεριανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ster.ʝaˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στε‐ρια‐νός
Επίθετο
επεξεργασίαστεριανός, -ή, -ό
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αποστεριανός
- → δείτε τη λέξη στεριά
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαστεριανός αρσενικό (θηλυκό στεριανή)
- κάποιος που μένει στη στεριά, στην ηπειρωτική χώρα, κι όχι σε νησί ή παραθαλάσσια περιοχή
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- στεριανός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στεριανός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- στεριανός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)