↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στεριανός η στεριανή το στεριανό
      γενική του στεριανού της στεριανής του στεριανού
    αιτιατική τον στεριανό τη στεριανή το στεριανό
     κλητική στεριανέ στεριανή στεριανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στεριανοί οι στεριανές τα στεριανά
      γενική των στεριανών των στεριανών των στεριανών
    αιτιατική τους στεριανούς τις στεριανές τα στεριανά
     κλητική στεριανοί στεριανές στεριανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στεριανός < στεριά + -ανός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ster.ʝaˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στε‐ρια‐νός

  Επίθετο

επεξεργασία

στεριανός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με τη στεριά, αναφέρεται σ’ αυτή ή προέρχεται απ’ αυτή

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στεριανός οι στεριανοί
      γενική του στεριανού των στεριανών
    αιτιατική τον στεριανό τους στεριανούς
     κλητική στεριανέ στεριανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στεριανός αρσενικό (θηλυκό στεριανή)

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία