Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στεριανός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στεριαν
ός
η
στεριαν
ή
το
στεριαν
ό
γενική
του
στεριαν
ού
της
στεριαν
ής
του
στεριαν
ού
αιτιατική
τον
στεριαν
ό
τη
στεριαν
ή
το
στεριαν
ό
κλητική
στεριαν
έ
στεριαν
ή
στεριαν
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στεριαν
οί
οι
στεριαν
ές
τα
στεριαν
ά
γενική
των
στεριαν
ών
των
στεριαν
ών
των
στεριαν
ών
αιτιατική
τους
στεριαν
ούς
τις
στεριαν
ές
τα
στεριαν
ά
κλητική
στεριαν
οί
στεριαν
ές
στεριαν
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
στεριανός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
στεριανός
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στεριανός
γαλλικά
:
terrien
(fr)