ενεστώτας break up
γ΄ ενικό ενεστώτα breaks up
αόριστος broke up
παθητική μετοχή broken up
ενεργητική μετοχή breaking up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
break up < → δείτε τις λέξεις break και up

break up (en)

  1. διαλύω
  2. χωρίζω, τερματίζω μια ρομαντική σχέση με κάποιον
    She broke up with her boyfriend.
    Χώρισε με το αγόρι της.
    They broke up because they weren’t a good match.
    Χώρισαν γιατί δεν ταίριαζαν.
     συνώνυμα: separate