breaking change
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
breaking change | breaking changes |
breaking change (en)
- (πληροφορική) σημαντική αλλαγή λογισμικού, οποία συνήθως δεν είναι συμβατή (δεν μπορεί να λειτουργήσει) με παλαιότερες εκδόσεις