Ουσιαστικό

επεξεργασία

pointing (en)

  • το δείξιμο, η ενέργεια του να δείχνει κάποιος κάτι

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

pointing (en)

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία