point of sale
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
point of sale (en)
- το σημείο πώλησης, το σημείο πραγματοποίησης πληρωμής των αγαθών σε κατάστημα που πωλεί αγαθά ή υπηρεσίες
Άλλες μορφές επεξεργασία
- POS (συντομογραφία)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- point of sale στην αγγλική Βικιπαίδεια