Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός pointed
συγκριτικός more pointed
υπερθετικός most pointed

pointed (en)

  1. αιχμηρός, που έχει αιχμή
    ⮡  a pointed instrument/object/tool/sword - αιχμηρό όργανο/αντικείμενο/εργαλείο/ξίφος
     συνώνυμα: pointy
  2. αιχμηρός, καυστικός, εύστοχος, με σαφή και συχνά επικριτικό τρόπο εναντίον ενός συγκεκριμένου ατόμου ή της συμπεριφοράς του
    ⮡  a pointed critique - αιχμηρή κριτική
    ⮡  pointed comments - καυστικά σχόλια
    ⮡  a pointed reply - εύστοχη απάντηση

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

pointed (en)