pointed
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | pointed |
συγκριτικός | more pointed |
υπερθετικός | most pointed |
pointed (en)
- αιχμηρός, που έχει αιχμή
- αιχμηρός, καυστικός, εύστοχος, με σαφή και συχνά επικριτικό τρόπο εναντίον ενός συγκεκριμένου ατόμου ή της συμπεριφοράς του
- ⮡ a pointed critique - αιχμηρή κριτική
- ⮡ pointed comments - καυστικά σχόλια
- ⮡ a pointed reply - εύστοχη απάντηση
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαpointed (en)