detail
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
detail | details |
detail (en)
- (μετρήσιμο) η λεπτομέρεια, ένα ασήμαντο ατομικό γεγονός ή στοιχείο· ένα λιγότερο σημαντικό γεγονός ή στοιχείο
- (μη μετρήσιμο) η λεπτομέρεια, τα ασήμαντα γεγονότα ή τα χαρακτηριστικά κάποιου πράγματος, όταν τα εξετάζω όλα μαζί
- ⮡ I will tell you the events in detail some other time, when I have the time.
- Θα σας διηγηθώ άλλοτε, όταν θα έχω καιρό, τα γεγονότα με λεπτομέρειες.
- ⮡ He described it in great detail.
- Το περιέγραψε πολύ αναλυτικά.
- ⮡ I will tell you the events in detail some other time, when I have the time.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | detail |
γ΄ ενικό ενεστώτα | details |
αόριστος | detailed |
παθητική μετοχή | detailed |
ενεργητική μετοχή | detailing |
detail (en)
- περιγράφω λεπτομερώς
- ⮡ The technical characteristics are detailed in this brochure.
- Τα τεχνικά χαρακτηριστικά περιγράφονται λεπτομερώς σ' αυτό το φυλλάδιο.
- ⮡ The technical characteristics are detailed in this brochure.
- (στρατιωτικός όρος, συνήθως στην παθητική φωνή) ορίζω, στέλνω σε ειδική αποστολή
- ⮡ Three soldiers were detailed to guard the bridge.
- Τρεις στρατιώτες ορίστηκαν να φυλάνε τη γέφυρα.
- ⮡ Three soldiers were detailed to guard the bridge.
- (αμερικανικά αγγλικά) καθαρίζω ένα αυτοκίνητο προσεκτικά και πλήρως
Πηγές
επεξεργασία- detail (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- detail (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 499. ISBN 9780194325684., λήμμα: λεπτομέρεια