ενικός         πληθυντικός  
point of view points of view

  Ετυμολογία

επεξεργασία
point of view < → δείτε τις λέξεις point, of και view. κυριολεκτικά: «σημεία θέασης»

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

point of view (en)

  • η άποψη, η οπτική γωνία
    ⮡  All points of view are represented in the new board of directors.
    Στο νέο διοικητικό συμβούλιο εκπροσωπούνται όλες οι απόψεις.