view
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
view | views |
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
view (en)
- η όψη, η θέα
- η άποψη, η γνώμη
- (πληροφορική, προγραμματισμός) η απεικόνιση, το τμήμα του προγράμματος που όταν λειτουργεί είναι ορατό και με το οποίο αλληλεπιδρά ο χρήστης
- ↪ Each view is designed not to fill the screen with useless information - Κάθε απεικόνιση έχει σχεδιαστεί ώστε να μη γεμίζει την οθόνη με άχρηστες πληροφορίες
- → δείτε τη λέξη user interface
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | view |
γ΄ ενικό ενεστώτα | views |
αόριστος | viewed |
παθητική μετοχή | viewed |
ενεργητική μετοχή | viewing |
view (en)