Αγγλικά (en)Επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
view views

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /vjuː/
 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

view (en)

  1. η όψη, η θέα
  2. η άποψη, η γνώμη
  3. (πληροφορική, προγραμματισμός) η απεικόνιση, το τμήμα του προγράμματος που όταν λειτουργεί είναι ορατό και με το οποίο αλληλεπιδρά ο χρήστης
    Each view is designed not to fill the screen with useless information - Κάθε απεικόνιση έχει σχεδιαστεί ώστε να μη γεμίζει την οθόνη με άχρηστες πληροφορίες
    → δείτε τη λέξη user interface

  ΡήμαΕπεξεργασία

ενεστώτας view
γ΄ ενικό ενεστώτα views
αόριστος viewed
παθητική μετοχή viewed
ενεργητική μετοχή viewing

view (en)

  1. βλέπω, θωρώ