Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μηχανολογία οι μηχανολογίες
      γενική της μηχανολογίας των μηχανολογιών
    αιτιατική τη μηχανολογία τις μηχανολογίες
     κλητική μηχανολογία μηχανολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μηχανολογία < μηχανο- + -λογία, απόδοση για την αγγλική mechanical engineering [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.xa.no.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μη‐χα‐νο‐λο‐γί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μηχανολογία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη μηχανή

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία