Ετυμολογία

επεξεργασία
make a point < → δείτε τις λέξεις make, a και point

  Έκφραση

επεξεργασία

make a point (en)

  • (ιδιωματισμός) έχω κάτι ως αρχή
    ⮡  He makes a point of being the first to finish.
    Το 'χει σαν αρχή να τελειώνει πρώτος.