juncture
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
juncture | junctures |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαjuncture (en)
- η καμπή, κρίσιμη χρονική περίοδος κατά την οποία επέρχονται σημαντικές αλλαγές
- ⮡ I am at a critical juncture in my life.
- Βρίσκομαι σε μια κρίσιμη καμπή της ζωής μου.
- ≈ συνώνυμα: turning point
- ⮡ I am at a critical juncture in my life.