άνθιση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άνθιση | οι | ανθίσεις |
γενική | της | άνθισης & ανθίσεως |
των | ανθίσεων |
αιτιατική | την | άνθιση | τις | ανθίσεις |
κλητική | άνθιση | ανθίσεις | ||
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
άνθιση θηλυκό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
άνθιση
|