ενεστώτας flourish
γ΄ ενικό ενεστώτα flourishes
αόριστος flourished
παθητική μετοχή flourished
ενεργητική μετοχή flourishing

flourish (en)

  1. (αμετάβατο) προκόβω, ευημερώ, αναπτύσσομαι γρήγορα και γίνομαι επιτυχημένος ή κοινός
    ⮡  He worked hard and managed to flourish in his career.
    Δούλεψε σκληρά και κατάφερε να προκόψει στην καριέρα του.
    ⮡  The country flourished during a period of peace and stability.
    Η χώρα ευημερούσε κατά τη διάρκεια μιας περιόδου ειρήνης και σταθερότητας.
  2. (αμετάβατο) ευδοκιμώ, προκόβω, μεγαλώνω καλά· είμαι υγιής και χαρούμενος
    ⮡  These plants flourish in sunny climates.
    Αυτά τα φυτά ευδοκιμούν σε ηλιόλουστα κλίματα.
    ⮡  I hope the grandchildren are flourishing.
    Ελπίζω ότι τα εγγόνια προκόβουν.

Συνώνυμα

επεξεργασία