flourish
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | flourish |
γ΄ ενικό ενεστώτα | flourishes |
αόριστος | flourished |
παθητική μετοχή | flourished |
ενεργητική μετοχή | flourishing |
Ρήμα
επεξεργασίαflourish (en)
- (αμετάβατο) προκόβω, ευημερώ, αναπτύσσομαι γρήγορα και γίνομαι επιτυχημένος ή κοινός
- ⮡ He worked hard and managed to flourish in his career.
- Δούλεψε σκληρά και κατάφερε να προκόψει στην καριέρα του.
- ⮡ The country flourished during a period of peace and stability.
- Η χώρα ευημερούσε κατά τη διάρκεια μιας περιόδου ειρήνης και σταθερότητας.
- ⮡ He worked hard and managed to flourish in his career.
- (αμετάβατο) ευδοκιμώ, προκόβω, μεγαλώνω καλά· είμαι υγιής και χαρούμενος
- ⮡ These plants flourish in sunny climates.
- Αυτά τα φυτά ευδοκιμούν σε ηλιόλουστα κλίματα.
- ⮡ I hope the grandchildren are flourishing.
- Ελπίζω ότι τα εγγόνια προκόβουν.
- ⮡ These plants flourish in sunny climates.