ενεστώτας thrive
γ΄ ενικό ενεστώτα thrives
αόριστος thrived
παθητική μετοχή thrived
ενεργητική μετοχή thriving

Ετυμολογία

επεξεργασία

thrive (en) (αμετάβατο)

  • προκόβω, ευδοκιμώ, ευημερώ, γίνομαι και συνεχίζω να είμαι επιτυχημένος, δυνατός, υγιής κτλ.
      He will thrive wherever he goes.
    Θα προκόψει όπου και να πάει.
      These plants thrive in warm climates.
    Αυτά τα φυτά προκόβουν/ευδοκιμούν στα ζεστά κλίματα.
      He had managed to create the entirely spurious impression that the company was thriving.
    Είχε καταφέρει να δημιουργήσει την εντελώς ψευδή εντύπωση ότι η εταιρεία ευημερούσε.
     συνώνυμα: flourish