thrive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- thrive < μέση αγγλική thryven / thriven < παλαιά νορβηγική þrífa < πρωτογερμανική *þrībaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *trep-/ *terp- (απολαμβάνω)
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαthrive (en)
thrive (en)