λειψός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λειψός | η | λειψή | το | λειψό |
γενική | του | λειψού | της | λειψής | του | λειψού |
αιτιατική | τον | λειψό | τη | λειψή | το | λειψό |
κλητική | λειψέ | λειψή | λειψό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λειψοί | οι | λειψές | τα | λειψά |
γενική | των | λειψών | των | λειψών | των | λειψών |
αιτιατική | τους | λειψούς | τις | λειψές | τα | λειψά |
κλητική | λειψοί | λειψές | λειψά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λειψός < μεσαιωνική ελληνική λειψός
Επίθετο
επεξεργασίαλειψός, -ή, -ό
- που του λείπει κάτι, που δεν είναι άρτιος ή ολοκληρωμένος ή πλήρως λειτουργικός
- είναι λίγο λειψός στο μυαλό (ανόητος)