λειψά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
λειψά < λειψός + -ά < μεσαιωνική ελληνική λειψός
Προφορά
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
λειψά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του λειψό
Επίρρημα
επεξεργασία
εκφράσεις
επεξεργασία- «λειψός άνθρωπος»
- «τό καμε λειψό το παιδί» για βρέφη που γεννήθηκαν πρόωρα
- «τα λεφτά είναι λειψά»
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λειψά
|