απέθαντος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααπέθαντος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) που δεν πεθαίνει ή δεν είναι δυνατόν να πεθάνει, να χαθεί, να καταστραφεί
- ※ Όπως ακριβώς εμείς καθαρίζουμε το σπίτι μας πριν από μια γιορτή, περιμένοντας με ανυπομονησία τους καλύτερους φίλους μας, έτσι και αυτοί καθαρίζουν αρκετά τετραγωνικά χιλιόμετρα της περιφέρειας που ελέγχουν για να τα βρει σε λίγο όλα καθαρά ο απέθαντος θεός της βροχής.
- Γιώργος Βέης, Από το Τόκιο στο Χαρτούμ, Αθήνα: Κέδρος, 2009. σελ. 168. ISBN 9789600436693
- ※ Όπως ακριβώς εμείς καθαρίζουμε το σπίτι μας πριν από μια γιορτή, περιμένοντας με ανυπομονησία τους καλύτερους φίλους μας, έτσι και αυτοί καθαρίζουν αρκετά τετραγωνικά χιλιόμετρα της περιφέρειας που ελέγχουν για να τα βρει σε λίγο όλα καθαρά ο απέθαντος θεός της βροχής.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πεθαίνω
Δείτε επίσης
επεξεργασία- → δείτε και τη λέξη αθάνατος