↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απέθαντος η απέθαντη το απέθαντο
      γενική του απέθαντου της απέθαντης του απέθαντου
    αιτιατική τον απέθαντο την απέθαντη το απέθαντο
     κλητική απέθαντε απέθαντη απέθαντο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απέθαντοι οι απέθαντες τα απέθαντα
      γενική των απέθαντων των απέθαντων των απέθαντων
    αιτιατική τους απέθαντους τις απέθαντες τα απέθαντα
     κλητική απέθαντοι απέθαντες απέθαντα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απέθαντος < α- + πεθαίνω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

απέθαντος, -η, -ο

  • (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) που δεν πεθαίνει ή δεν είναι δυνατόν να πεθάνει, να χαθεί, να καταστραφεί
    ※  Όπως ακριβώς εμείς καθαρίζουμε το σπίτι μας πριν από μια γιορτή, περιμένοντας με ανυπομονησία τους καλύτερους φίλους μας, έτσι και αυτοί καθαρίζουν αρκετά τετραγωνικά χιλιόμετρα της περιφέρειας που ελέγχουν για να τα βρει σε λίγο όλα καθαρά ο απέθαντος θεός της βροχής.
    Γιώργος Βέης, Από το Τόκιο στο Χαρτούμ, Αθήνα: Κέδρος, 2009. σελ. 168. ISBN 9789600436693

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία