αποθνήσκω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποθνήσκω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποθνῄσκω. Συγχρονικά αναλύεται σε απο- + θνήσκω.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.poˈθni.sko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐θνή‐σκω
Ρήμα επεξεργασία
αποθνήσκω, πρτ.: απέθνησκα/απόθνησκα, απαρ.: αποθάνει, αόρ.: απέθανα/απέθανον (χωρίς παθητική φωνή)
- (αρχαιοπρεπές, λόγιο) πεθαίνω
- άλλες μορφές: αποθαίνω (ιδιωματικό, λογοτεχνικό)
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη θνήσκω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποθνήσκω
→ δείτε τη λέξη πεθαίνω |
Πηγές επεξεργασία
- αποθνήσκω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αποθνήσκω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αποθνήσκω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)