Δείτε επίσης: ἀποθαίνω

Ετυμολογία

επεξεργασία
αποθαίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀποθαίνω < αρχαία ελληνική ἀποθνήσκω με βάση το θέμα ἀποθαν-  και δείτε περισσότερα στο πεθαίνω

αποθαίνω, πρτ.: απόθαινα, απαρ.: αποθάνει, αόρ.: απόθανα, μτχ.π.π.: αποθαμένος (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία