αποθαμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποθαμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποθαίνω
Μετοχή
επεξεργασίααποθαμένος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) (λογοτεχνικό) άλλη μορφή του πεθαμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποθαμένος
|