↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ειρηνεμένος η ειρηνεμένη το ειρηνεμένο
      γενική του ειρηνεμένου της ειρηνεμένης του ειρηνεμένου
    αιτιατική τον ειρηνεμένο την ειρηνεμένη το ειρηνεμένο
     κλητική ειρηνεμένε ειρηνεμένη ειρηνεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ειρηνεμένοι οι ειρηνεμένες τα ειρηνεμένα
      γενική των ειρηνεμένων των ειρηνεμένων των ειρηνεμένων
    αιτιατική τους ειρηνεμένους τις ειρηνεμένες τα ειρηνεμένα
     κλητική ειρηνεμένοι ειρηνεμένες ειρηνεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ειρηνεμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ειρηνεύω

ειρηνεμένος, -η, -ο


  Μεταφράσεις

επεξεργασία