ειρηνεμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαειρηνεμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ειρηνεμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ειρηνεμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ειρηνεμένος
ειρηνεμένων