Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ειρηνευμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ειρηνευμέν
ος
η
ειρηνευμέν
η
το
ειρηνευμέν
ο
γενική
του
ειρηνευμέν
ου
της
ειρηνευμέν
ης
του
ειρηνευμέν
ου
αιτιατική
τον
ειρηνευμέν
ο
την
ειρηνευμέν
η
το
ειρηνευμέν
ο
κλητική
ειρηνευμέν
ε
ειρηνευμέν
η
ειρηνευμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ειρηνευμέν
οι
οι
ειρηνευμέν
ες
τα
ειρηνευμέν
α
γενική
των
ειρηνευμέν
ων
των
ειρηνευμέν
ων
των
ειρηνευμέν
ων
αιτιατική
τους
ειρηνευμέν
ους
τις
ειρηνευμέν
ες
τα
ειρηνευμέν
α
κλητική
ειρηνευμέν
οι
ειρηνευμέν
ες
ειρηνευμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ειρηνευμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
ειρηνεύω
Αντώνυμα
επεξεργασία
ανειρήνευτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ειρηνευμένος
αγγλικά
:
tranquil
(en)