απανέμι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | απανέμι | τα | απανέμια |
γενική | του | απανεμιού | των | απανεμιών |
αιτιατική | το | απανέμι | τα | απανέμια |
κλητική | απανέμι | απανέμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απανέμι < υποθετικός μεσαιωνικός τύπος *ὑπηνέμιν, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ὑπηνέμιος (αρχαία ελληνική ).[1] Δείτε επίσης, απανεμιά και το ελληνιστικό ἀπήνεμος.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.paˈne.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πα‐νέ‐μι
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπανέμι ουδέτερο
- άλλη μορφή του απανεμιά: τόπος προφυλαγμένος από ανέμους, απάνεμος τόπος
- ※ Λίγο πριν σουρουπώσει, φθάνει στον όρμο Τσάγανο, στ' ανοιχτά της Ατσίτσας. Ρίχνει τα δίχτυα, τραβιέται σ' ένα απανέμι, ασφαλίζει την άγκυρα και χώνεται στ' αμπάρι, σε μια αυτοσχέδια κουκέτα κοντά στη μηχανή. (Κερασία Καραλή, Σκύρος ανεμόεσσα: Το νησί στη λογοτεχνία, Εκδ. Γαβριηλίδης, 2006, σελ. 157)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη άνεμος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ απανέμι - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- «ἀπανέμι» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .