πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απάγκιο τα απάγκια
      γενική του απάγκιου των απάγκιων
    αιτιατική το απάγκιο τα απάγκια
     κλητική απάγκιο απάγκια
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
απάγκιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου απάγκιος < αρχαία ελληνική ἄγκ(ος) + -ιος [1]
Για ετυμολογικές γραφές  δείτε τη λέξη απάγκειο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία