Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απάνεμος η απάνεμη το απάνεμο
      γενική του απάνεμου της απάνεμης του απάνεμου
    αιτιατική τον απάνεμο την απάνεμη το απάνεμο
     κλητική απάνεμε απάνεμη απάνεμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απάνεμοι οι απάνεμες τα απάνεμα
      γενική των απάνεμων των απάνεμων των απάνεμων
    αιτιατική τους απάνεμους τις απάνεμες τα απάνεμα
     κλητική απάνεμοι απάνεμες απάνεμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απάνεμος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀπήνεμος < αρχαία ελληνική ὑπήνεμος με παρετυμολογία ὑπό > ἀπό [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈpa.ne.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πά‐νε‐μος

  Επίθετο επεξεργασία

απάνεμος, -η, -ο

  1. που δεν τον χτυπάει ο άνεμος, που προσφέρει προστασία από τις κακές καιρικές συνθήκες
  2. (και μεταφορικά)
    ※  Στις πεδιάδες οι άνθρωποι δουλεύουν / Απάνεμα έργα / Όπου κελαηδούν πουλιά (Γιώργος Σαραντάρης, ποίημα Στις πεδιάδες οι άνθρωποι δουλεύουν)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη άνεμος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία