Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεάργυρος οι νεάργυροι
      γενική του νεάργυρου
νεαργύρου
των νεάργυρων
νεαργύρων
    αιτιατική τον νεάργυρο τους νεάργυρους
νεαργύρους
     κλητική νεάργυρε νεάργυροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεάργυρος < (νέος) νε- + άργυρος, (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Neusilber

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεάργυρος αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία