νεάργυρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νεάργυρος | οι | νεάργυροι |
γενική | του | νεάργυρου & νεαργύρου |
των | νεάργυρων & νεαργύρων |
αιτιατική | τον | νεάργυρο | τους | νεάργυρους & νεαργύρους |
κλητική | νεάργυρε | νεάργυροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεάργυρος αρσενικό
- (μεταλλουργία) κράμα νικελίου, χαλκού και ψευδαργύρου