Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεογενής η νεογενής το νεογενές
      γενική του νεογενούς* της νεογενούς του νεογενούς
    αιτιατική τον νεογενή τη νεογενή το νεογενές
     κλητική νεογενή(ς) νεογενής νεογενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεογενείς οι νεογενείς τα νεογενή
      γενική των νεογενών των νεογενών των νεογενών
    αιτιατική τους νεογενείς τις νεογενείς τα νεογενή
     κλητική νεογενείς νεογενείς νεογενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεογενής < αρχαία ελληνική νεογενής

  Επίθετο επεξεργασία

νεογενής

  1. (αρχαιοπρεπές) καινούργιος, πρόσφατος
  2. (αρχαιοπρεπές) νεογέννητος

  Μεταφράσεις επεξεργασία