↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεοπαντρεμένος η νεοπαντρεμένη το νεοπαντρεμένο
      γενική του νεοπαντρεμένου της νεοπαντρεμένης του νεοπαντρεμένου
    αιτιατική τον νεοπαντρεμένο τη νεοπαντρεμένη το νεοπαντρεμένο
     κλητική νεοπαντρεμένε νεοπαντρεμένη νεοπαντρεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεοπαντρεμένοι οι νεοπαντρεμένες τα νεοπαντρεμένα
      γενική των νεοπαντρεμένων των νεοπαντρεμένων των νεοπαντρεμένων
    αιτιατική τους νεοπαντρεμένους τις νεοπαντρεμένες τα νεοπαντρεμένα
     κλητική νεοπαντρεμένοι νεοπαντρεμένες νεοπαντρεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεοπαντρεμένος < νεο- + παντρεμένος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ne.o.pan.dɾeˈme.nos/

νεοπαντρεμένος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία