νεοπαντρεμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νεοπαντρεμένος < νεο- + παντρεμένος
Προφορά
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίανεοπαντρεμένος, -η, -ο
- που έχει πρόσφατα παντρευτεί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νεοπαντρεμένος
|