νιόπαντρων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
νιόπαντρων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του νιόπαντρος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του νιόπαντρος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του νιόπαντρος
νιόπαντρων