Δείτε επίσης: νύμφιος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νυμφίος οι νυμφίοι
      γενική του νυμφίου των νυμφίων
    αιτιατική τον νυμφίο τους νυμφίους
     κλητική νυμφίε νυμφίοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νυμφίος < αρχαία ελληνική νυμφίος < νύμφη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νυμφίος αρσενικό

  1. αυτός που έρχεται σε κοινωνία γάμου, ο γαμπρός
  2. Νυμφίος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νυμφίος < νύμφη + -ιος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νυμφίος αρσενικό