Δείτε επίσης: Νυμφίος, νύμφιος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νυμφίος οι νυμφίοι
      γενική του νυμφίου των νυμφίων
    αιτιατική τον νυμφίο τους νυμφίους
     κλητική νυμφίε νυμφίοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

νυμφίος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία

νυμφίος < νύμφη + -ιος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

νυμφίος αρσενικό