Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Νυμφίος ελληνιστική < αρχαία ελληνική νυμφίος.

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Νυμφίος αρσενικό, μόνο στον ενικό

Εκφράσεις επεξεργασία

  • Νυμφίος της Εκκλησίας
  • Ιδού, ο Νυμφίος έρχεται

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία