νυμφίοι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | νυμφίοι | ||
γενική | των | νυμφίων | ||
αιτιατική | τους | νυμφίους | ||
κλητική | νυμφίοι | |||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νυμφίοι < πληθυντικός αριθμός του νυμφίος
Ουσιαστικό επεξεργασία
νυμφίοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
νυμφίοι
|