γαμπριλίκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γαμπριλίκι | τα | γαμπριλίκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | γαμπριλίκι | τα | γαμπριλίκια |
κλητική | γαμπριλίκι | γαμπριλίκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γαμπριλίκι < γαμπρός και -λίκι, τουρκικής προέλευσης κατάληξη [κατ' απομίμηση λέξεων τουρκικής προέλευσης, όπως το κιμπαριλίκι < (kibarlık)]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαμπριλίκι ουδέτερο
- η συμπεριφορά και εμφάνιση κάποιου ως γαμπρού, που φιλοδοξεί να γίνει κυριολεκτικά γαμπρός ή που θέλει απλώς να κατακτήσει ερωτικά μια κοπέλα
- στον πληθυντικό: τα έξοδα για το ντύσιμο του γαμπρού στο γάμο
Μεταφράσεις
επεξεργασία γαμπριλίκι
|