προικοδότης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προικοδότης < ελληνιστική κοινή προικοδότης[1] [2] < αρχαία ελληνική προίξ + δίδωμι
Ουσιαστικό επεξεργασία
προικοδότης αρσενικό (θηλυκό προικοδότρια)
- κάποιος που προικοδοτεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
προικοδότης
|
- ↑ προικοδότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ προικοδότης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)