προικοδότρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προικοδότρια < προικοδότης + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροικοδότρια θηλυκό
- θηλυκό του προικοδότης
Μεταφράσεις
επεξεργασία προικοδότρια
|
προικοδότρια θηλυκό
|