Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προικώος η προικώα το προικώο
      γενική του προικώου της προικώας του προικώου
    αιτιατική τον προικώο την προικώα το προικώο
     κλητική προικώε προικώα προικώο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προικώοι οι προικώες τα προικώα
      γενική των προικώων των προικώων των προικώων
    αιτιατική τους προικώους τις προικώες τα προικώα
     κλητική προικώοι προικώες προικώα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προικώος < ελληνιστική κοινή προικῷος[1] [2] [3] < αρχαία ελληνική προίξ

  Επίθετο επεξεργασία

προικώος, -α, -ο

  • που έχει σχέση με προίκα, αναφέρεται σ’ αυτή ή έχει δοθεί ως προίκα
    το σπίτι δεν μπορούσε να πωληθεί χωρίς την υπογραφή της συζύγου, διότι ήταν προικώο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. προικώος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. προικώοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. προικῷος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.