↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προικοσύμφωνο τα προικοσύμφωνα
      γενική του προικοσύμφωνου
προικοσυμφώνου
των προικοσύμφωνων
προικοσυμφώνων
    αιτιατική το προικοσύμφωνο τα προικοσύμφωνα
     κλητική προικοσύμφωνο προικοσύμφωνα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προικοσύμφωνο < προίκα + σύμφωνο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προικοσύμφωνο ουδέτερο

  • νομικά δεσμευτικό κείμενο (συμβόλαιο) που υπογραφόταν από τον γαμπρό και την οικογένεια της νύφης και περιείχε το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων που δίνονταν ως προίκα σε αυτόν

  Μεταφράσεις

επεξεργασία