Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προικοδοτημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προικοδοτημέν
ος
η
προικοδοτημέν
η
το
προικοδοτημέν
ο
γενική
του
προικοδοτημέν
ου
της
προικοδοτημέν
ης
του
προικοδοτημέν
ου
αιτιατική
τον
προικοδοτημέν
ο
την
προικοδοτημέν
η
το
προικοδοτημέν
ο
κλητική
προικοδοτημέν
ε
προικοδοτημέν
η
προικοδοτημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προικοδοτημέν
οι
οι
προικοδοτημέν
ες
τα
προικοδοτημέν
α
γενική
των
προικοδοτημέν
ων
των
προικοδοτημέν
ων
των
προικοδοτημέν
ων
αιτιατική
τους
προικοδοτημέν
ους
τις
προικοδοτημέν
ες
τα
προικοδοτημέν
α
κλητική
προικοδοτημέν
οι
προικοδοτημέν
ες
προικοδοτημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
προικοδοτημένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
προικοδοτώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προικοδοτημένος