↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προικοδοτημένος η προικοδοτημένη το προικοδοτημένο
      γενική του προικοδοτημένου της προικοδοτημένης του προικοδοτημένου
    αιτιατική τον προικοδοτημένο την προικοδοτημένη το προικοδοτημένο
     κλητική προικοδοτημένε προικοδοτημένη προικοδοτημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προικοδοτημένοι οι προικοδοτημένες τα προικοδοτημένα
      γενική των προικοδοτημένων των προικοδοτημένων των προικοδοτημένων
    αιτιατική τους προικοδοτημένους τις προικοδοτημένες τα προικοδοτημένα
     κλητική προικοδοτημένοι προικοδοτημένες προικοδοτημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

προικοδοτημένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία