προικολήπτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προικολήπτρια < προικολήπτης + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροικολήπτρια θηλυκό
- θηλυκό του προικολήπτης
- ※ Έκτοτε η Α. σύζ. Δ. Κ. ως προικολήπτρια του πρώτου ακινήτου των 297 τ.μ. δυνάμει του παραπάνω υπ’ αριθμ. …/1967 συμβολαίου συστάσεως προίκας και ως αποκλειστική κυρία του άλλου ακινήτου των 2.136 τ.μ. συνέχισε την άσκηση διακατοχικών πράξεων στα ακίνητα αυτά, όπως επίβλεψη και καθαρισμό αυτών από την αυτοφυή βλάστηση. (www.areiospagos.gr, 21.06.2012)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προικολήπτρια
|