doto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- doto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | doto | dotoj |
αιτιατική | doton | dotojn |
doto (eo)
- η προίκα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | doto | dotoj |
αιτιατική | doton | dotojn |
doto (eo)