απόκτημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απόκτημα < μεσαιωνική ελληνική απόκτημα < αποκτώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπόκτημα ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αποκτώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία απόκτημα