• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

απόκτημα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : απόκτηση

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόκτημα τα αποκτήματα
      γενική του αποκτήματος των αποκτημάτων
    αιτιατική το απόκτημα τα αποκτήματα
     κλητική απόκτημα αποκτήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

απόκτημα < μεσαιωνική ελληνική απόκτημα < αποκτώ

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

απόκτημα ουδέτερο

  1. ό,τι αποκτά κάποιος
  2. κάτι μεγάλης αξίας, πολύτιμο

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  • απόχτημα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη αποκτώ

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    απόκτημα
  • αγγλικά : possession (en), acquisition (en), asset (en)
  • γαλλικά : acquisition (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=απόκτημα&oldid=5229724"
Τελευταία επεξεργασία στις 14 Σεπτεμβρίου 2021, στις 03:22
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 14 Σεπτεμβρίου 2021, στις 03:22.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie