ενικός         πληθυντικός  
asset assets

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

asset (en)

  1. το ατού, το κεφάλαιο, πλεονέκτημα
    ⮡  His knowledge of English is a great asset.
    Η γνώση του της αγγλικής είναι μεγάλο ατού.
    ⮡  A good teacher is a great asset for a school.
    Ένας καλός δάσκαλος είναι μεγάλο κεφάλαιο για ένα σχολείο.
     αντώνυμα: liability
  2. (συνήθως πληθυντικός, λογιστική) το περιουσιακό στοιχείο, το ενεργητικό, η περιουσία, το αριστερό σκέλος ενός ισολογισμού· η περιουσία που κατέχει ένα πρόσωπο ή μια εταιρεία, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ή να πουληθεί για την πληρωμή χρεών
    ⮡  Besides a small property, he doesn’t have any other assets.
    Εκτός από ένα κτηματάκι δεν έχει άλλα περιουσιακά στοιχεία.
    ⮡  fixed/liquid assets - πάγιο/διαθέσιμο ενεργητικό
    ⮡  After lengthy legal battles, he recovered his assets.
    Ύστερα από μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες ανέκτησε την περιουσία του.
     αντώνυμα: liability
  3. (HTML, Web design) τα λοιπά στοιχεία που συνοδεύουν ένα έγγραφο HTML, όπως εικόνες, αρχεία CSS, αρχεία JavaScript, βίντεο, κλπ.
     συνώνυμα: associated resources, sub-resources

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • asset στην αγγλική Βικιπαίδεια