asset
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
asset | assets |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαasset (en)
- το ατού, το κεφάλαιο, πλεονέκτημα
- (συνήθως πληθυντικός, λογιστική) το περιουσιακό στοιχείο, το ενεργητικό, η περιουσία, το αριστερό σκέλος ενός ισολογισμού· η περιουσία που κατέχει ένα πρόσωπο ή μια εταιρεία, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ή να πουληθεί για την πληρωμή χρεών
- ⮡ Besides a small property, he doesn’t have any other assets.
- Εκτός από ένα κτηματάκι δεν έχει άλλα περιουσιακά στοιχεία.
- ⮡ fixed/liquid assets - πάγιο/διαθέσιμο ενεργητικό
- ⮡ After lengthy legal battles, he recovered his assets.
- Ύστερα από μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες ανέκτησε την περιουσία του.
- ≠ αντώνυμα: liability
- ⮡ Besides a small property, he doesn’t have any other assets.
- (HTML, Web design) τα λοιπά στοιχεία που συνοδεύουν ένα έγγραφο HTML, όπως εικόνες, αρχεία CSS, αρχεία JavaScript, βίντεο, κλπ.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- asset στην αγγλική Βικιπαίδεια